Ανάμεσα στα άστρα που σχηματίζουν την πλάτη του αστερισμού του Ταύρου βρίσκεται ένα από τα πιο όμορφα ανοιχτά αστρικά σμήνη που αντιπροσωπεύουν τις Πλειάδες, στις οποίες ο λαός μας έχει δώσει το όνομα Πούλια.
Τα πασίγνωστα μάλιστα δημώδη τραγούδια και παραμύθια για τον Αυγερινό και την Πούλια που ακούγονται ακόμη και σήμερα έχουν δημιουργήσει στο ευρύ κοινό την εντύπωση ότι αυτά τα δύο ουράνια αντικείμενα είναι παρόμοια.
Κάθε άλλο όμως, γιατί ενώ ο Αυγερινός (Ή Εωσφόρος) ή Αποσπερίτης (ή Έσπερος) προσδιορίζει ένα πλανήτη, την Αφροδίτη, η Πούλια είναι τελείως διαφορετική αφού προσδιορίζει το λαμπρό αστρικό σμήνος των Πλειάδων.
Σε ορισμένες μάλιστα λαϊκές διηγήσεις η Πούλια παρουσιάζεται και ως κλώσα με τα εφτά κλωσόπουλα, εξ ου και το όνομα «Κλωσσαριά». Είναι όμως γνωστή και με τα παραφρασμένα ονόματα Πλειά, Πιλειά, Απλειά, Οπλειά, αλλά και Εφτάστερο ή Εξάστερο, λόγω του ότι η Μερόπη είναι δυσδιάκριτη, εξ ου και ο λαϊκός στίχος: «Έξι άστρα σέρνει η Πούλια».
Τα επτά κύρια άστρα του σμήνους αντιπροσωπεύουν τις επτά αδελφές Μαία, Ηλέκτρα, Ταϋγέτη, Αλκυόνη, Κελαινώ, Στερόπη ή Αστερόπη, και Μερόπη, που ήταν θυγατέρες του τιτάνα Άτλαντα και της Ωκεανίδας Πλειόνης.
Κάτω από τις καλύτερες ατμοσφαιρικές συνθήκες σε σκοτεινές περιοχές μιας εξοχής, μπορεί κανείς να διακρίνει με γυμνό μάτι 14 συνολικά άστρα εκ των οποίων, επί πλέον των επτά αδελφών, κύρια ονόματα έχουν δύο ακόμη άστρα που φέρουν τις ονομασίες των γονιών τους: του Άτλαντα και της Πλειόνης.
Παρ’ όλα αυτά με ένα μεγάλο τηλεσκόπιο μπορεί κανείς να διακρίνει αρκετές εκατοντάδες άστρα στο πανέμορφο αυτό αστρικό σμήνος, αν και στην πραγματικότητα οι Πλειάδες περιλαμβάνουν συνολικά 500 άστρα περίπου, συνολικής μάζας 800 ηλιακών μαζών.
Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία οι Πλειάδες γεννήθηκαν στο Όρος Κυλλήνη της Αρκαδίας και γι’ αυτό πολλές φορές αντιμετωπίζονταν και ως θεές του βουνού.
Ως νύμφες ήσαν ακόλουθοι της Αρτέμιδος και μαζί με τις αδελφές τους, τις Υάδες, ήσαν γνωστές και με την ονομασία Ατλαντίδες ή Δωδωνίδες, νταντάδες και δασκάλες του νεαρού Βάκχου. Ήσαν επίσης αδελφές της Καλυψούς και των Εσπερίδων, ενώ η ονομασία τους προέρχεται μάλλον από το ρήμα «πλειν» (πλέω) αφού στην αρχαιότητα χρησίμευαν στην ναυσιπλοΐα.
Οι Πλειάδες αναφέρονται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, αλλά και τρεις φορές στη Βίβλο (Ιώβ 9:9, 38:31, Άμως 5:8), ενώ ο Ησίοδος στο «Έργα και Ημέραι», αναφέρει την εποχή που πρωτοεμφανίζονταν στον ουρανό οι Πλειάδες ως περίοδο θερισμού και ως χρόνο οργώματος την περίοδο λίγο μετά την παροδική εξαφάνισή τους.
Oι Πλειάδες ήσαν ακόλουθοι της Αρτέμιδος
Οι παρατηρήσεις της αρχαιότητας δεν ξέφυγαν από την προσοχή του νεοελληνικού λαού, ο οποίος από τις παρατηρήσεις γεωργών και ποιμένων συνέδεσε την εμφάνιση των Πλειάδων με τις εποχές. Η ανατολή της Πούλιας τις πρώτες πρωινές ώρες κατά το τέλος του Μαΐου καθώς και η δύση της τον Νοέμβριο, αποτελούσαν σταθμούς για τις γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Γιατί όταν η Πούλια δύει καθώς ανατέλλει ο Ήλιος, στα τέλη Νοεμβρίου, σηματοδοτείται το τέλος της σποράς και ο ερχομός του χειμώνα. Με βάση τη θέση της Πούλιας κατά τη διάρκεια της νύχτας στον ουρανό, οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι προσδιόριζαν επίσης και την ώρα, κι έτσι κανόνιζαν τις ασχολίες τους, που άρχιζαν με το χάραμα της ημέρας.
Τον Ιανουάριο, μάλιστα, την εποχή που μεσουρανεί η Αλκυόνη, το πιο λαμπρό αστέρι των Πλειάδων, «ίσταται τα πελάγη, ειρήνην δε και φιλίαν άγουσιν οι άνεμοι». Τότε ακριβώς μέσα στη βαρυχειμωνιά ξεφαντώνουν οι «Αλκυονίδες ημέρες».
Μέρες που τις παραγγέλνει επίτηδες η αστροπουλάδα για να χτίσει τη φωλιά της, όπως τόσο πετυχημένα μας περιγράφει ο χαρακτηριστικός στίχος του Σικελιανού που μας κάνει να γευτούμε τη θαλπωρή και τη λαμπράδα των ημερών αυτών: «και να ο χειμώνας άξαφνα μ’ όλο τον ήλιο λάμπει».
Από τις επτά αδελφές, ο Σιμωνίδης ξεχωρίζει την Μαία, που ήταν η μεγαλύτερη, ως «ελικοβλέφαρον» και «ιοπλόκαμον», ενώ κι άλλοι ποιητές την χαρακτηρίζουν ως την ωραιότερη των Πλειάδων. Ήταν όμως και αρκετά ντροπαλή και ζούσε απομονωμένη σε μια σπηλιά στο Όρος που γεννήθηκε.
Ο Ησίοδος στη Θεογονία του μας πληροφορεί ότι η Μαία «από τον ύπνο της στο ιερό κρεβάτι, γέννησε στον Δία τον δοξασμένο θεό Ερμή».
Ενώ από τις υπόλοιπες Πλειάδες η Ηλέκτρα ήταν μητέρα του γενάρχη των Τρώων Δάρδανου, και του βασιλιά της Σαμοθράκης Ημαθίωνα, και οι δύο παιδιά του Δία.
Ακολουθούσαν η Ταϋγέτη, που γέννησε στον Δία τον Λακεδαίμονα, τον πρώτο βασιλιά της Σπάρτης, η Αλκυόνη που γέννησε τον Υριέα με τον Ποσειδώνα, η Κελαινώ, μητέρα των ηρώων Λύκου και Ευρύπυλου από τον Ποσειδώνα, και η Στερόπη ή Αστερόπη, μητέρα του Οινόμαου από τον Άρη.
Τελευταία ήταν η Μερόπη, η νεότερη από τις Πλειάδες, που είναι και το αμυδρότερο άστρο των Πλειάδων, γιατί ντρέπεται επειδή παντρεύτηκε, μόνη αυτή από τις επτά αδελφές, τον θνητό Σίσυφο.
Ο Ησίοδος στη Θεογονία αναφέρεται στις Πλειάδες
Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την παρουσία των Πλειάδων στον ουρανό. Η επικρατέστερη είναι «πως αυτοκτόνησαν απ’ τον καημό τους για την τιμωρία του πατέρα τους Άτλαντα να σηκώνει στους ώμους τον άξονα του κόσμου, ή για το χαμό των αδελφών τους Υάδων. Η Βοιωτική παραλλαγή του μύθου λέει πως ο γίγαντας
Ωρίωνας τις ερωτεύτηκε και τις καταδίωξε θέλοντας να τις απαγάγει.
Η καταδίωξη συνεχίστηκε για πέντε χρόνια, οπότε οι Πλειάδες κατέφυγαν στο Δία, που αρχικά τις μετέτρεψε σε αγριοπερίστερα (πελειάδες) και αργότερα τις τοποθέτησε στον ουρανό για να τις γλιτώσει. Ο Ωρίωνας όμως τις ακολούθησε στον ουρανό σαν αστερισμός, κι έτσι οι Πλειάδες, που προπορεύονται μπροστά του στον ουρανό, πέφτουν στη θάλασσα για να του ξεφύγουν.»
Οι Πλειάδες οι 7 θυγατέρες του Άτλαντα και της Πλειόνης
Η φαινόμενη έκταση που καλύπτουν οι Πλειάδες στον ουρανό έχει διάμετρο τέσσερις φορές μεγαλύτερη από την φαινόμενη διάμετρο της Σελήνης, ενώ ο Σαρλ Μεσιέ περιέλαβε το σμήνος στον κατάλογό του το 1771 με τον κωδικό Μ-45.
Ο πυρήνας του σμήνους περιορίζεται σε πραγματική διάμετρο πέντε ετών φωτός, αλλά η συνολική του έκταση είναι δεκαπλάσια.
Στο σύνολο των άστρων του το 25% αποτελείται από «καφέ νάνους» καθένας με μάζα μικρότερη από το 8% της μάζας του Ήλιου, παρέχοντας έτσι το 2% της συνολικής αστρικής μάζας του σμήνους.
Περιλαμβάνονται επίσης και αρκετοί «λευκοί νάνοι», που είναι τα λείψανα άστρων σαν τον Ήλιο, και οι οποίοι εξελίχτηκαν πολύ γρήγορα επειδή ήσαν μέλη διπλών αστρικών συστημάτων. Εντοπίστηκαν όμως και 100 περίπου λαμπερά άστρα με θερμοκρασία που φτάνει τους 20.000 βαθμούς Κελσίου. Όλα τα άστρα του σμήνους κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση με μεγάλη ταχύτητα που φτάνει τα 40 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο.
Ορειχάλκινος δίσκος του 1.600 π.Χ. από την Γερμανία, η αρχαιότερη απεικόνιση του ουρανού με τις Πλειάδες άνω δεξιά, την Πανσέληνο αριστερά και το μισοφέγγαρο δεξιά.
Το καλοκαίρι του 2003 οι μελέτες που έγιναν με την βοήθεια του Διαστημικού Τηλεσκόπιου «Χαμπλ» καθόρισαν την απόσταση του σμήνους στα 440 έτη φωτός από τη Γη. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα το «Χαμπλ» μας είχε βοηθήσει επίσης να διαπιστώσουμε ότι το αραιό νεφέλωμα που περιβάλλει τα άστρα των Πλειάδων δεν είναι αυτό από το οποίο γεννήθηκαν τα άστρα του σμήνους αλλά αποτελεί ένα ξεχωριστό νέφος αερίων το οποίο διασχίζει το σμήνος με σχετική ταχύτητα 40.000 χιλιομέτρων την ώρα. Το νεφέλωμα αυτό είναι γνωστό ως «Νεφέλωμα της Μερόπης» (ΙC-349) και λάμπει από την ανάκλαση του φωτός που προέρχεται από το ομώνυμο άστρο των Πλειάδων το οποίο φαίνεται να περιβάλλει.
Το Νεφέλωμα της Μερόπης
Η ηλικία του σμήνους υπολογίζεται ότι δεν υπερβαίνει τα 100 εκατομμύρια χρόνια, αν και σε 250 εκατομμύρια χρόνια από σήμερα θα έχει διαλυθεί ως σμήνος λόγω των βαρυτικών δυνάμεων που υφίστανται στους σπειροειδείς βραχίονες του Γαλαξία μας και τα πυκνά μοριακά του νέφη.
Το ίδιο άλλωστε έγινε και στην περίπτωση του Ήλιου μας, ο οποίος γεννήθηκε κι αυτός σ’ ένα παρόμοιο αστρικό σμήνος, το οποίο έχει ήδη διαλυθεί εδώ και αρκετά δισεκατομμύρια χρόνια. Ένα πιο πρόσφατο πορτρέτο του σμήνους δημιουργήθηκε από το Διαστημικό Τηλεσκόπιο «Σπίτζερ» και κατέγραψε, στο υπέρυθρο τμήμα του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος, τα πιο κρύα άστρα ξαπλωμένα στην αγκαλιά του νεφελώματος μέσα στο οποίο πλέει το σμήνος.
Το μεγάλο γιαπωνέζικο τηλεσκόπιο «Σουμπαρού» (Πλειάδες) στην κορυφή του Όρους Μαούνα Κέα της Χαβάης
Τα 9 κύρια άστρα του σμήνους είναι φασματικού τύπου Β με λαμπρότερη την Αλκυόνη που είναι 1.400 φορές πιο λαμπερή από τον Ήλιο. Αν και δεν είναι η θερμότερη από τις Πλειάδες, εντούτοις η θερμοκρασία της φτάνει τους 13.000 βαθμούς Κελσίου. Όπως συμβαίνει με όλα τα άστρα του τύπου αυτού, η Αλκυόνη περιστρέφεται με ταχύτητα που φτάνει στον ισημερινό της τα 200 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο, ταχύτητα 100 φορές μεγαλύτερη από την περιστροφή του Ήλιου.
Στην ουσία όμως η Αλκυόνη είναι ένα διπλό αστρικό σύστημα γύρω από το οποίο περιφέρονται τρία άλλα μικρότερα άστρα. Η Πλειόνη, πάντως, περιστρέφεται ακόμη πιο γρήγορα με ταχύτητα 300 χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο. Λόγω της μεγάλης αυτής ταχύτητας το μεταβλητό αυτό άστρο έχει πάρει ένα ωοειδές σχήμα.
Το Νεφέλωμα ΙC-349 ΔΕΝ είναι αυτό από το οποίο γεννήθηκαν τα άστρα του σμήνους αλλά αποτελεί ένα ξεχωριστό νέφος αερίων το οποίο διασχίζει το σμήνος με σχετική ταχύτητα 40.000 χιλιομέτρων την ώρα
Από τα υπόλοιπα κύρια άστρα των Πλειάδων η Ηλέκτρα είναι ένας θερμός γίγαντας και το τρίτο λαμπρότερο άστρο του σμήνους, ενώ ο Άτλας είναι δεύτερος σε λαμπρότητα και αποτελείται από ένα τριπλό σύστημα με κυριότερο μέλος έναν γαλαζόλευκο γίγαντα.
Στη συνέχεια η Μαία είναι γαλαζόλευκη και το τέταρτο λαμπρότερο άστρο των Πλειάδων. Εκπέμπει 660 φορές περισσότερη ενέργεια απ’ ότι ο Ήλιος, έχει 5,5 φορές μεγαλύτερη διάμετρο και τέσσερις φορές μεγαλύτερη μάζα.
Η Μερόπη έχει 630 φορές μεγαλύτερη λαμπρότητα από τον Ήλιο, 4,5 φορές μεγαλύτερη μάζα και θερμοκρασία 14.000 βαθμών Κελσίου.
Η Ταϋγέτη αποτελεί κι αυτή ένα τριπλό σύστημα με κύριο μέλος του έναν γαλαζόλευκο υπογίγαντα παρόμοια με την Κελαινώ, ενώ το ένατο από τα άστρα της Πούλιας η Στερόπη ή Αστερόπη προσδιορίζει δύο άστρα το ένα δίπλα στο άλλο (τα υπ’ αριθμό 21 και 22 άστρα του Ταύρου).
Τελειώνοντας επιτρέψτε μου να αναφερθώ και στο περίφημο ποίημα της Σαπφούς:
Δέδυκε μεν α σελάννα και Πληιάδες·
μέσαι δε νύκτες, παρά δ’ έρχετ’ ώρα,
εγώ δε μόνα κατεύδω.
Η Σελήνη έδυσε και η Πούλια·
είναι μεσάνυχτα, η ώρα περνά,
κι εγώ κοιμάμαι μόνη.
Για το ποίημα αυτό ο Κορνήλιος Καστοριάδης, σ’ ένα ιδιαίτερα εμπεριστατωμένο του κείμενο (Ν. Εστία τ. 1.722), αναφέρει τα εξής:
«Εδώ, η ίδια η Σαπφώ ομιλεί, η Σαπφώ που γεννήθηκε γύρω στα 612 στη Λέσβο.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι το ποίημα γράφτηκε γύρω στα 580, ίσως και πριν….
Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, βλέπουμε τον νυχτερινό ουρανό να περιγράφεται, τη Σελήνη και τις Πλειάδες να έχουν ήδη δύσει, κι αυτήν τη γυναίκα, ενδεχομένως ερωτευμένη με κάποιον που δεν είναι εκεί, ίσως και όχι, ωστόσο γεμάτη πόθους, η οποία, εν τω μέσω της νυκτός, δεν μπορεί να κοιμηθεί και λέγει τη θλίψη της που στο κρεβάτι της είναι μόνη….
Είναι το μέσον της νύχτας και η Σελήνη έχει ήδη δύσει.
Ένας σύγχρονος μας δεν βλέπει τί σημαίνει αυτό.
Δεν φαντάζεται ότι, αφού η Σελήνη έδυσε πριν από τα μεσάνυχτα, βρισκόμαστε μεταξύ της νέας Σελήνης και του πρώτου τετάρτου, στην αρχή συνεπώς ενός σεληνιακού μηνός (μέτρον χρόνου για όλους τους αρχαίους λαούς).
Leave a Comment
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.